Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- νεκταρίνι το [nektaríni] Ο44 : ποικιλία ροδάκινου που έχει λεία φλούδα και σκληρή σάρκα, όπως το μήλο.
[γαλλ. ή αγγλ. nectarine -ι < αρχ. νέκταρ (από τη γλυκιά του γεύση)]