Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεκροτομή
1 εγγραφή
νεκροτομή η [nekrotomí] Ο29 : η ανατομική εξέταση του πτώματος: Ο θάνατος θεωρήθηκε ύποπτος και ο ανακριτής διέταξε να γίνει στο πτώμα νεκροψία και ~.

[λόγ. < γαλλ. nécrotomie < nécro- = νεκρο- + -tomie = -τομή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες