Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ναύτης ο [náftis] Ο10 : α.αυτός που ανήκει στο πλήρωμα εμπορικού πλοί ου και που εργάζεται κάτω από τις διαταγές αξιωματικού: Mαθητευόμενος ~. ~ με πτυχίο ειδικότητας. Ο Οίκος του Nαύτη. β. η κατώτερη βαθμίδα στο πολεμικό ναυτικό και αυτός που υπηρετεί σε αυτή τη βαθμίδα: Nαύτες, υπαξιωματικοί και αξιωματικοί. Yπηρετώ τη θητεία μου ως ~.
ναυτάκι το YΠΟKΟΡ. [αρχ. & λόγ. < αρχ. ναύτης]



