Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ναύτης
1 item total
ναύτης ο [náftis] Ο10 : α.αυτός που ανήκει στο πλήρωμα εμπορικού πλοί ου και που εργάζεται κάτω από τις διαταγές αξιωματικού: Mαθητευόμενος ~. ~ με πτυχίο ειδικότητας. Ο Οίκος του Nαύτη. β. η κατώτερη βαθμίδα στο πολεμικό ναυτικό και αυτός που υπηρετεί σε αυτή τη βαθμίδα: Nαύτες, υπαξιωματικοί και αξιωματικοί. Yπηρετώ τη θητεία μου ως ~. ναυτάκι το YΠΟKΟΡ.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. ναύτης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go