Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ναύκληρος ο [náfkliros] Ο20α : βαθμοφόρος του εμπορικού ή του πολεμικού ναυτικού που επιβλέπει τις εργασίες για τη συντήρηση του πλοίου· λοστρόμος.
[λόγ. < αρχ. ναύκληρος `καραβοκύρης, καπετάνιος, πιλότος καραβιού΄ (παρανόηση της σημ.)]



