Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ναυλώνω
1 εγγραφή
ναυλώνω [navlóno] -ομαι Ρ1 : α.αποκτώ το δικαίωμα να χρησιμοποιήσω σκάφος ή αεροσκάφος ξένης ιδιοκτησίας· μισθώνω: H εταιρεία ναύλωσε δύο πλοία για να μεταφέρει τα προϊόντα της. Ελληνικά σκάφη ναυλώθη καν σε διεθνή εταιρεία πετρελαίου. || (επέκτ.): ~ ταξί. β. (προφ.) εκναυλώνω: Nαύλωσε το πλοίο του σε ένα τουριστικό γραφείο.

[λόγ. < ελνστ. ναυλ(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες