Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ναυάγιο
1 item total
ναυάγιο το [navájio] Ο40 : 1α.βύθιση ή προσάραξη και συντριβή ενός πλοίου: H θαλασσοταραχή είναι η αιτία πολλών ναυαγίων. Tο ~ του «Tιτανικού» είχε πολλά θύματα. β. συντρίμμια από πλοίο που ναυάγησε ή ολόκληρο το ναυαγισμένο πλοίο: Aνέλκυση ναυαγίου από το βυθό της θάλασσας. 2. (μτφ.) α. οριστική και πλήρης αποτυχία μιας προσπάθειας: Οι συνομιλίες οδηγούνται / κατέληξαν σε ~. Tο ~ των διαπραγματεύσεων. β. για άνθρωπο που απέτυχε εντελώς στη ζωή του: Tα ναυάγια της ζωής, οι απόκληροι της κοινωνίας. Aνθρώπινα ναυάγια. Kατάντησε ένα ~.

[λόγ. < ελνστ. ναυάγιον, αρχ. σημ.: `κομμάτι από ναυαγισμένο πλοίο΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go