Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νάρθηκας
2 εγγραφές [1 - 2]
νάρθηκας 1 ο [nárθikas] Ο5 : χώρος, συνήθ. στοά, που καταλαμβάνει ολόκληρη τη δυτική πλευρά του χριστιανικού ναού και όπου, κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, στέκονταν οι κατηχούμενοι.

[λόγ. < ελνστ. νάρθηξ, αιτ. -ηκα (πρβ. λαϊκό μσν. νάρθηκας)]

νάρθηκας 2 ο : κατασκευή από ξύλο, σύρμα, χαρτόνι, μέταλλο ή άλλο υλι κό, όπου ακινητοποιούν ένα μέλος του σώματος που έχει υποστεί κάταγ μα ή εξάρθρωση.

[λόγ. < αρχ. νάρθηξ, αιτ. -ηκα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες