Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: νάμα
1 item total
νάμα το [náma] Ο48 : 1.καθαρό νερό πηγής συνήθ. στις ΦΡ νάματα σοφίας / παιδείας / αρετής κτλ., αληθινά διδάγματα σοφίας, παιδείας, αρετής κτλ. 2. (εκκλ.) κόκκινο και γλυκό κρασί που χρησιμοποιείται κατά το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.

[λόγ.: 1: αρχ. νᾶμα `τρεχούμενο νερό΄· 2: μσν. σημ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go