Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μύχιος
1 item total
μύχιος -α -ο [míxos] Ε4 : που βρίσκεται ή που προέρχεται από το βάθος της ανθρώπινης συνείδησης· ενδόμυχος: Ένας ~ πόθος. Mύχια σκέψη / επιθυμία / ευχή. || (ως ουσ.) τα μύχια: Mια ευχή βγαλμένη από τα μύχια της ψυχής.

[λόγ. < αρχ. μύχιος `που βρίσκεται στο πιο εσωτερικό μέρος΄ σημδ. γαλλ. intime (σύγκρ. ενδόμυχος)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go