Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μύκητας
1 εγγραφή
μύκητας ο [míkitas] Ο5 : (και βιολ.) ονομασία φυτικών οργανισμών, συνήθ. μικροοργανισμών, που δεν έχουν χλωροφύλλη και γι΄ αυτό ζουν παρασιτικά, και αποτελούν μία από τις πέντε κατηγορίες στις οποίες διακρίνει η νεότερη βιολογία τα έμβια όντα· (πρβ. ζώο): Aναπαραγωγή / μελέτη των μυκήτων.

[λόγ. < αρχ. μύκης, αιτ. -ητα `μανιτάρι, παθολογικό εξόγκωμα που μοιάζει με μανιτάρι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες