Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μόρφωμα
1 εγγραφή
μόρφωμα το [mórfoma] Ο49 : χαρακτηρισμός των στοιχείων που αναπτύσσονται στα πλαίσια ενός ευρύτερου συνόλου: Kοινωνικά / ψυχικά / βιολογικά μορφώματα.

[λόγ. < αρχ. μόρφωμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες