Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μόρτης
1 item total
μόρτης ο [mórtis] Ο11 θηλ. μόρτισσα [mórtisa] Ο27α : (παρωχ.) μάγκας ή αλήτης. μορτάκι το YΠΟKΟΡ.

[ίσως τουρκ. (λαϊκ.) morti `πεθαμένος΄ < ιταλ. morti πληθ. της λ. morto `πεθαμένος΄· μόρτ(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go