Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μόλυβδος ο [mólivδos] Ο19 : χημικό στοιχείο· βαρύ μέταλλο που έχει σκούρο γκρίζο χρώμα και λιώνει εύκολα: Aτομικό βάρος / ενώσεις / οξείδια του μολύβδου. Xρήσεις του μολύβδου. Πλάκες / σωλήνες από μόλυβδο. Kράματα μολύβδου.
[λόγ. < αρχ. μόλυβδος, μόλιβδος]