Dictionary of Standard Modern Greek
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- μωρή [morí] επιφ. : (υβρ.) χρησιμοποιείται όταν απευθύνεται κανείς προσβλητικά σε γυναικείο πρόσωπο, για να εκφράσει οργή: Έλα εδώ ~! Φύγε από εδώ ~ παλιογυναίκα!
[μσν. μωρή, θηλ. του αρχ. επιθ. μωρός]



