Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυώνας
1 εγγραφή
μυώνας ο [miónas] Ο2 : μυς και ιδίως δέσμη μυών.

[λόγ. < αρχ. μυών, αιτ. -ῶνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες