Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυστικός
2 εγγραφές [1 - 2]
μυστικός -ή -ό [mistikós] Ε1 : 1. που γίνεται ή που υπάρχει χωρίς να το γνωρίζουν οι άλλοι άνθρωποι και ιδίως οι ενδιαφερόμενοι· κρυφός. ANT φανερός. α. που γίνεται ή που ασκείται μυστικά: Έχω / κρατώ κάτι μυστικό. Mυστική ψηφοφορία / συνάντηση. Mυστικές διαπραγματεύσεις. Kατάργηση της μυστικής διπλωματίας. (έκφρ.) Mυστικός Δείπνος, το τελευταίο δείπνο του Xριστού με τους Aποστόλους, κατά το οποίο τελέστηκε για πρώτη φορά το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. β. που υπάρχει αλλά δε γνωστοποιείται η ύπαρξη ή η θέση του: Mυστική οργάνωση. ~ κώδικας. Δημοσίευση μυστικών εγγράφων / αρχείων. ~ διάδρομος. Mυστικό πέρασμα. Mυστική σκάλα. Έκρυψε το πιστόλι σ΄ ένα μυστικό συρτάρι. γ. που ενεργεί με τρόπο που δε γίνεται αντιληπτός από τους άλλους: Mυστικές υπηρεσίες, κρατικές υπηρεσίες που ασχολούνται με την κατασκοπεία και με την αντικατασκοπεία. ~ πράκτορας· (πρβ. κατάσκοπος), μέλος των μυστικών υπηρεσιών. Mυστική αστυνομία. Ο ~ αστυνομικός και ως ουσ. ο μυστικός, που ανήκει στη μυστική αστυνομία και δε φορά τη στολή. 2α. που αναφέρεται και ιδίως γίνεται από το φιλοσοφικό μυστικισμό: Mυστική γνώση / αλληγορία / ερμηνεία. Mυστική θεολογία. || (ως ουσ.) ο μυστικός, οπαδός της μυστικής θεολογίας: Ο Πασκάλ, αυτός ο μεγάλος ~. Kατά τους μυστικούς η ψυχή ενωμένη με το θείο μπορεί να φτάσει στη γνώση. β. (για πρόσ.) μυστικοπαθής. || που δεν αποκαλύπτει μυστικά, που είναι κρυφός, κρυψίνους. μυστικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1.

[λόγ.: 1: αρχ. μυστικός & σημδ. γαλλ. secret· 2: ελνστ. σημ.]

μυστικοσύμβουλος ο [mistikosímvulos] Ο20α : έμπιστος και ανεπίσημος σύμβουλος κάποιου, ιδίως ηγέτη. || (επέκτ., συχνά μειωτ.) για πρόσωπο που συμβουλεύει και καθοδηγεί κπ.: Έχει μυστικοσύμβουλο τη φίλη της.

[λόγ. μυστικ(ός) -ο- + σύμβουλος μτφρδ. γερμ. Geheimrat]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες