Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μυρτο
1 item total
μύρτο το [mírto] Ο39 : 1α. η μυρτιά. β. κλαδί, φύλλα, άνθη ή καρπός μυρτιάς. 2. (ανατ., πληθ.) τμήματα του παρθενικού υμένα που παραμένουν μετά τη ρήξη του.

[1: αρχ. μύρτον· 2: λόγ. < αρχ. μύρτον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go