Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυρσίνη
1 εγγραφή
μυρσίνη η [mirsíni] & μερσίνη η [mersíni] Ο30 : η μυρτιά.

[λόγ. < αρχ. μυρσίνη· τροπή του άτ. [ir > er] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες