Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μυροφόρα
1 item total
μυροφόρος -α / -ος -ο [mirofóros] Ε14 : α. που μεταφέρει μύρο. || (ως ουσ.) οι Mυροφόρες, οι γυναίκες που πήγαν στον τάφο του Xριστού για να αλείψουν το σώμα του με μύρα. β. που παράγει μύρο, που περιέχει μύρο· ευώδης.

[λόγ. < ελνστ. μυροφόρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go