Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυλόπετρα
1 εγγραφή
μυλόπετρα η [milópetra] Ο27α : καθεμιά από τις δύο κυλινδρικές πλάκες που χρησιμοποιούσαν στο μύλο για το άλεσμα των σιτηρών: Πέτρινη / μεταλλική ~.

[μύλ(ος) -ο- + πέτρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες