Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυκώμαι
1 εγγραφή
μυκώμαι [mikóme] Ρ11 (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) μουγκρίζω, συνήθ. για βοοειδή.

[λόγ. < αρχ. μυκῶμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες