Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυθώδης
1 εγγραφή
μυθώδης -ης -ες [miθóδis] Ε11 : που είναι πολύ μεγάλος, ώστε να ξεπερ νά τα όρια του συνηθισμένου· μυθικός2: Tελετή για την οποία δαπανήθηκαν μυθώδη ποσά.

[λόγ. < αρχ. μυθώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες