Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μποϊκοτάρω
1 εγγραφή
μποϊκοτάρω [boikotáro] -ομαι Ρ6 : κάνω μποϊκοτάζ: ~ μια συνεδρίαση. Οι κάτοικοι ορισμένων χωριών αποφάσισαν να μποϊκοτάρουν τις εκλογές. Οι Άραβες αντέδρασαν μποϊκοτάροντας το εμπόριο με κάθε χώρα που συνεργάζεται με το Iσραήλ.

[ιταλ. boikottar(e) < γαλλ. boycotter < αγγλ. boycott < ανθρωπων. Boycott (όν. Άγγλου κτηματία)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες