Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μποφόρ
1 item total
μποφόρ το [bofór] Ο (άκλ.) : διεθνής κλίμακα (από 1 ως 12) για τη μέτρηση της έντασης του ανέμου: Στο Aιγαίο πνέουν άνεμοι εντάσεως 7 ~.

[λόγ. < αγγλ. beaufort < ανθρωπων. Beaufort (Άγγλος αξιωματικός του ναυτικού και υδρολόγος)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go