Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπουρζουάς
1 εγγραφή
μπουρζουάς ο [burzuás] Ο1 : (μειωτ.) ο αστός, συνήθ. αυτός που ανήκει στην ανώτερη αστική τάξη.

[λόγ. < γαλλ. bourgeois (όχι μειωτ.) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες