Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπουγάς
1 εγγραφή
μπουγάς ο [buγás] Ο1 : (λαϊκότρ.) ο ταύρος, ιδίως ο επιβήτορας.

[τουρκ. boğa ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες