Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπορετός -ή -ό [boretós] Ε1 : (λογοτ.) δυνατός, κατορθωτός: Είναι μπορετό κτ., είναι δυνατό να γίνει.
[μσν. μπορετός < εμπορετός με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εμπορε- (εμπορώ > μπορώ) -τός]