Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπικίνι
1 εγγραφή
μπικίνι το [bikíni] Ο (άκλ.) : γυναικείο μαγιό που αποτελείται από δύο κομμάτια, από τα οποία το ένα καλύπτει το στήθος και το άλλο τα απόκρυφα μέρη του σώματος· (πρβ. ντε πιες): Ένα πολύ τολμηρό ~.

[γαλλ. bikini (σήμα κατατ.) < αγγλ. τοπων. Bikini (όν. νησιού του Ειρηνικού όπου έγινε δοκιμή ατομικής βόμβας) με προσαρμ. στον αγγλ. τον.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες