Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μπεχλιβάνης
1 item total
μπεχλιβάνης ο [bexlivánis] & πεχλιβάνης ο [pexlivánis] Ο11 : (λαϊκότρ.) 1. αυτός που σε δημόσιες, συνήθ. υπαίθριες, παραστάσεις, επιδεικνύει τις σωματικές ικανότητές του για βιοπορισμό. 2. για άνθρωπο δυνατό ή παλικαρά.

[τουρκ. pehlivan (από τα περσ.) -ης & ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b] )]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go