Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μπαρμπούνι
1 item total
μπαρμπούνι το [barbúni] Ο44 : 1α. ψάρι με κοκκινωπό χρώμα, μακριά μουστάκια και νόστιμη σάρκα: Tηγανητά μπαρμπούνια. β. (μτφ.) για παχουλή και θελκτική γυναίκα. 2. (συνήθ. πληθ.) είδος φασολιών με κοκκινωπά στίγματα. μπαρμπουνάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. μπαρμπου νάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. 1.

[1: βεν. barbon ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )· 2: ίσως εξαιτίας του χρώματος· μπαρμπούν(ι) -άρα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go