Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
33 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπαρ 1 το [bár] Ο (άκλ.) : 1. κατάστημα ή χώρος όπου σερβίρονται ποτά, συνήθ. οινοπνευματώδη, ενώ οι πελάτες στέκονται όρθιοι ή κάθονται: Ο μακρόστενος πάγκος του ~. Kαφενεία, ~ και άλλα κέντρα. Tο ~ του ξενοδοχείου. 2. έπιπλο ή συνδυασμός επίπλων όπου βάζουν ή και σερβίρουν τα ποτά: ~ στο σαλόνι / στο γραφείο. Έχει μετατρέψει σε ~ ένα ράφι της βιβλιοθήκης του.
μπαράκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αγγλ. bar ή μέσω του γαλλ. bar]
- μπαρ 2 το : μονάδα για τη μέτρηση της πίεσης, ιδίως της ατμοσφαιρικής, που ισούται με ένα εκατομμύριο δύνες ανά τετραγωνικό εκατοστό.
[λόγ. < διεθ. bar < αρχ. βάρος]
- μπάρα 1 η [bára] Ο25α : 1. γενική ονομασία για κάθε μακρύ κυλινδρικό αντικείμενο, συνήθ. μεταλλικό: H ~ του μονόζυγου. Οι δύο μπάρες του δίζυγου. H ~ που συνδέει το τιμόνι με τους τροχούς του αυτοκινήτου. 2. (τυπ.) κάθετη ή πλάγια γραμμή που χρησιμοποιείται ως διαχωριστικό: Mονή / διπλή ~. 3. μακρόστενη σανίδα σε μπαρ όπου οι πελάτες ακουμπούν τα ποτά τους.
[μσν. μπάρα < ιταλ. barra]
- μπάρα 2 η : (λαϊκότρ.) λάκκος γεμάτος με νερό.
[σλαβ. bara]
- μπαράγκα η [baráŋga] Ο25 : (λαϊκότρ.) παράγκα.
[ιταλ. baracca με ηχηροπ. του μεσοφ. [k > g] ]
- μπαράζ το [baráz] Ο (άκλ.) : σειρά από όμοιες ενέργειες που διαδέχονται η μία την άλλη: ~ απεργιών / ανατιμήσεων / απολύσεων. ~ πυρός, το φράγμα πυρός. || (ως επίθ.): Aγώνας ~, αθλητικός αγώνας μεταξύ ομάδων που συνήθ. ισοψηφούν, ο οποίος γίνεται για την πρόκριση σε άλλη διοργάνωση ή την αλλαγή κατηγορίας: Aγώνας ~ για την παραμονή στην πρώτη εθνική.
[λόγ. < γαλλ. barrage]
- μπαργούμαν η [bárγúman] Ο (άκλ.) : γυναίκα που εργάζεται ως σερβιτόρα σε μπαρ.
[λόγ. < αγγλ. bar `μπαρ΄ + woman `γυναίκα΄ κατά το μπάρμαν (δες λ.)]
- μπαρδόν [barδón] & παρδόν [parδón] : (λαϊκ.) παρντόν. || (ως ουσ., λαϊκ.): Mε το ~, με το συμπάθιο.
[< μπαρντόν, παρντόν με τροπή [d > δ] για να δοθεί λόγ. χαρακτήρας στη λ.]
- μπάρεμ [bárem] επίρρ. : (λαϊκότρ.) τουλάχιστο.
[τουρκ. bari, barim (από τα περσ.) `τουλάχιστον΄]
- μπαρκάρισμα το [barkárizma] Ο49 : (ναυτ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μπαρκάρω.
[μπαρκαρισ- (μπαρκάρω) -μα]