Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπακλαβαδωτός -ή -ό [baklavaδotós] & μπακλαβωτός -ή -ό [bakla vo tós] Ε1 : που είναι χωρισμένος, χαραγμένος ή γενικά κατασκευασμένος έτσι, ώστε να φαίνεται ότι αποτελείται από ίσα τμήματα με σχήμα ρόμβου: Mπακλαβαδωτή λαμαρίνα.
[μπακλαβαδ- (μπακλαβάς) -ωτός· μπακλαβ(άς) -ωτός]