Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μούρο
5 εγγραφές [1 - 5]
μούρο το [múro] Ο39 : ο καρπός της μουριάς καθώς και το ποτό που γίνεται από μούρα: Mαύρα / άσπρα μούρα.

[μσν. μούρο(ν) < αρχ. μόρον ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] και του [r] και κατά το μουριά)]

μουρούνα η [murúna] Ο25 : ψάρι που συγγενεύει με τον μπακαλιάρο.

[ιταλ. morona ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] και του [r] και [ro > ru] από κλειστή προφ. του [o] στα ιταλ.)]

μουρουνέλαιο το [murunéleo] Ο41 : λάδι που βγαίνει από το συκώτι της μουρούνας, έχει κίτρινο χρώμα, δυσάρεστη γεύση και οσμή, αλλά είναι πλούσιο σε βιταμίνες και χορηγείται ως δυναμωτικό.

[λόγ. μουρούν(α) + -έλαιον]

μουρουνόλαδο το [murunólaδo] Ο41 : (οικ.) μουρουνέλαιο.

[μουρούν(α) -ο- + λάδ(ι) -ο]

μουρόχαβλος ο [muróxavlos] Ο20 : (προφ.) χαρακτηρισμός ιδιαίτερα νωθρού ή αποβλακωμένου ανθρώπου.

[ίσως < αρχ. μωρ(ός) `κουτός΄ -ο- + χαῦνος `ελαφρόμυαλος΄ ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] και του [r] και εναλλ. ριν. [n] - υγρού [l] από επίδρ. του υγρού [r] ) (ορθογρ. απλοπ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες