Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μουσειακός -ή -ό [musiakós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με το μουσείο: Mουσειακό αντικείμενο, που η αξία του συνίσταται μόνο στο ότι σχετίζεται με ορισμένη, συνήθ. παλαιότερη, εποχή. Tα διατηρητέα κτίρια να εντάσσονται στη ζωή της πόλης κι όχι να παραμένουν απλά μουσειακά αντικείμενα. 2. (μτφ.) που είναι συντηρητικός, οπισθοδρομικός: Mουσειακή αντίληψη / νοοτροπία.
[λόγ. μουσεί(ον) -ακός]