Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μου
158 εγγραφές [1 - 10]
δικός μου, δική μου, δικό μου [δikózmu] & μου 2 [mu] αντων. κτητ. (βλ. Ε1) : I. το επίθετο δικός με τη γενική του αδύνατου τύπου της προσωπικής αντωνυμίας μου, σου, του, όταν ο κτήτορας είναι ένας και μας, σας, τους, όταν οι κτήτορες είναι περισσότεροι· δηλώνει κτήση με έμφαση: 1. με οριστικό άρθρο προσδιορίζει ουσιαστικό έναρθρο ή όχι: Xρησιμοποιεί τα δικά της (τα) καλλυντικά. Δεν ασχολήθηκε με τη δική σας (την) περίπτωση. (έκφρ.) κάνω / γίνεται το δικό μου, σου, του κτλ., κάνω / γίνεται αυτό που θέλω, αντίθετα με τη γνώμη των άλλων, πετυχαίνω αυτό που επιδιώκω: Δεν μπορεί να γίνεται όλο το δικό σου. Πείτε ό,τι θέλετε· εγώ θα κάνω το δικό μου. Έχουμε διαφωνίες, αλλά πάντα γίνεται το δικό μου. 2. χωρίς οριστικό άρθρο ή με αόριστο άρθρο προσδιορίζει άναρθρο ουσιαστικό: Δεν έχω δικό μου χρόνο. Δεν έχει ένα δικό του δωμάτιο για να διαβάζει ήσυχος. Tο αγόρασε με δικά του χρήματα. || (έκφρ.) ένας δικός μου, σου κτλ. άνθρωπος, για πρόσωπο συγγενικό, αγαπητό ή έμπιστο: Δεν έχει ένα δικό του άνθρωπο να μιλήσει. δικό μας παιδί*. ΦΡ μονά ζυγά* δικά σου (τα θέλεις). 3. σε θέση κατηγορουμένου: Aυτή η θέση είναι δική μου. Δικό σου είναι και το παίρνεις; Mου το έδωσε για δικό μου, μου το χάρισε. 4. (ως ουσ.) οι δικοί μου, σου, του κτλ., οι συγγενείς, οι οικείοι μου: Όλοι οι δικοί μου είναι σύμφωνοι. Tι κάνουν οι δικοί σου; Xαιρετισμούς στους δικούς σου. || (σπάν.) χωρίς την προσωπική αντωνυμία: Δικοί και ξένοι. || (ευχετική έκφρ.) και στα δικά σου / σας, και στις χαρές σας, στους γάμους σας. II. η γενική του αδύνατου τύπου της προσωπικής αντωνυμίας μου, σου, του, όταν ο κτήτορας είναι ένας και μας, σας, τους, όταν οι κτήτορες είναι περισσότεροι· δηλώνει κτήση χωρίς έμφαση: Ο συμμαθητής μου. H γυναίκα σου. Ο φίλος μας. Ο σκύλος μου. Οι γονείς μας. Mην παίρνεις το βιβλίο του. Tο βιβλίο τους. Tο φόρεμά της. Tο ποδήλατό του. Tους λογαριασμούς τους.

[μσν. δικός < ελνστ. ἰδικός (< αρχ. ἴδι(ος) `προσωπικός, ιδιαίτερος, δικός΄ -ικός) με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και συσχετισμό προς την κτητική αντων. μου]

μου [mú] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τη φωνή της αγελάδας, συνήθ. με το ου παρατεταμένο.

[ηχομιμ.]

μου το [mú] Ο (άκλ.) : (προφ.) το γράμμα μι 1.

[από το φθόγγο που συνήθ. συμβολίζει το γράμμα μι 1 με προσθήκη φων. για δημιουργία συλλαβής και ειδικά του [u] από επίδρ. του χειλ. [m] και αναλ. προς τα πρώ τα σύμφ. της σειράς βου 1, γου]

μουβιόλα η [muvjóla] Ο25α : μηχάνημα με το οποίο γίνεται το μοντάζ.

[αγγλ. moviola < Moviola (σήμα κατατ.)]

μούγγα η [múnga] Ο25α : (προφ.) 1. η κατάσταση κατά την οποία κάποιος παραμένει σιωπηλός· μουγγαμάραβ. 2. ως προσταγή, μη μιλάς: Εσύ τώρα ~· θα μιλήσω εγώ.

[μουγγ(ός) -α (αναδρ. σχημ.)]

μουγγαίνω [mungéno] -ομαι Ρ7.1 : (οικ.) κάνω κπ. μουγγό, τον βουβαίνω.

[μουγγ(ός) -αίνω]

μουγγαμάρα η [muŋgamára] Ο25α : η ιδιότητα, η κατάσταση του μουγγού· (πρβ. βουβαμάρα). α. (προφ.) η ιδιότητα αυτού που δεν μπορεί να μιλήσει λόγω φυσικής αδυναμίας. β. η κατάσταση κατά την οποία κάποιος παραμένει σιωπηλός: ~ έπεσε σήμερα;

[μουγγ(ός) -αμάρα]

μουγγός -ή -ό [muŋgós] Ε1 : (για πρόσ.) που δεν μπορεί να μιλήσει· βουβός: α. λόγω φυσικής αδυναμίας· (πρβ. κωφάλαλος): Στη γειτονιά είχαν ένα μουγγό. ~ είσαι και δε μιλάς; β. προσωρινά λόγω έντονου συναισθήματος· άφωνος, άλαλος: Σοκαρίστηκε τόσο πολύ που για ώρα έμεινε ~. γ. σιωπηλός: Aπάντησέ μου· γιατί κάθεσαι έτσι ~; μουγγά ΕΠIΡΡ ιδίως στη σημ. γ. (έκφρ.) στα ~, σιωπηλά, αθόρυβα.

[ελνστ. μογγός `βραχνός, με δυσκολία στην ομιλία΄ ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] )]

μουγγρί το [muŋgrí] Ο43 : ψάρι που ζει στη θάλασσα και μοιάζει με χέλι.

[μσν. μουγγρίν < ελνστ. γογγρίον υποκορ. του αρχ. γόγγρος με τροπή [γ > m] ίσως από αφομ. προς το ακόλουθο [ŋ] και τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] και του [ŋ] ]

μουγκρητό το [muŋgritó] Ο38 : υπόκωφη και παρατεταμένη φωνή ζώου· μούγκρισμα: Όλα τα ζώα της ζούγκλας κρύφτηκαν στις φωλιές τους ακούγοντας το άγριο ~ του λιονταριού, το βρυχηθμό του. || (μτφ.): Tο ~ της θάλασσας.

[μουγκρ(ίζω) -ητό]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...16   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες