Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μορφώνω
1 item total
μορφώνω [morfóno] -ομαι Ρ1 μππ. μορφωμένος* : 1. βελτιώνω κπ. πνευματικά και ηθικά, ιδίως με παροχή γνώσεων στο πλαίσιο της εκπαίδευσης: Θέλει να μορφώσει τα παιδιά του, να τα κάνει επιστήμονες. 2. (λόγ., σπάν.) δημιουργώ, διαμορφώνω: ~ γνώμη / άποψη.

[λόγ. < ελνστ. μορφ(ῶ) -ώνω `δίνω σχήμα ή μορφή΄ σημδ. γερμ. bilden]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go