Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μορφοποιώ [morfopió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω μορφοποίηση. 1. δίνω σε ένα πράγμα τα χαρακτηριστικά του, έτσι ώστε αυτό να πάρει την τελική του μορφή. 2. (πληροφ.) α. φορμάρω μια δισκέτα ή το σκληρό δίσκο ενός υπολογιστή. β. δίνω σε ένα κείμενο το φόρματ του.
[λόγ.: 1: ελνστ. μορφοποιῶ `δίνω σχήμα΄· 2: σημδ. αγγλ. format]