Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μορφάζω [morfázo] Ρ2.1α : κάνω μορφασμούς· (πρβ. στραβομουτσουνιά ζω): Aν κάτι δε σου αρέσει, μίλα· μη μορφάζεις.
[λόγ. < ελνστ. μορφάζω, αρχ. σημ.: `χειρονομώ΄]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < ελνστ. μορφάζω, αρχ. σημ.: `χειρονομώ΄]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |