Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μορφάζω
1 item total
μορφάζω [morfázo] Ρ2.1α : κάνω μορφασμούς· (πρβ. στραβομουτσουνιά ζω): Aν κάτι δε σου αρέσει, μίλα· μη μορφάζεις.

[λόγ. < ελνστ. μορφάζω, αρχ. σημ.: `χειρονομώ΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go