Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονομελής
1 εγγραφή
μονομελής -ής -ές [monomelís] Ε10 : που αποτελείται από ένα μόνο μέλος· (πρβ. πολυμελής): Tο μονομελές δικαστήριο και ως ουσ. το μονομελές, που έχει ένα μόνο δικαστή.

[λόγ. < αρχ. μονομελής `που αποτελείται από ένα μέλος του σώματος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες