Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μοναρχικός
1 εγγραφή
μοναρχικός -ή -ό [monarxikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη μοναρχία ή με το μονάρχη: Mοναρχική εξουσία / κυβέρνηση. Mοναρχικό πολίτευμα / κράτος / κόμμα. || (ως ουσ.) ο μοναρχικός, ο οπαδός της μοναρχίας.

[λόγ. < αρχ. μοναρχικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες