Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μοναδικός -ή -ό [monaδikós] Ε1 : 1. που είναι ένας και μόνος χωρίς να υπάρχει άλλος: Είναι ο ~ κάτοχος / ιδιοκτήτης του ακινήτου. Ο ένας και ~ Θεός. Aνατίναξαν τη μοναδική γέφυρα του ποταμού, για να καθυστερήσουν την εχθρική προέλαση. 2. που είναι μοναδικός, ξεχωριστός λόγω ποιοτικής διαφοράς, συνήθ. ανωτερότητας, έναντι των ομοίων του: Ο άνθρωπος, αυτό το μοναδικό δημιούργημα της φύσης. Kατάστημα με μοναδικές τιμές, πολύ χαμηλές.
[λόγ. < ελνστ. μοναδικός, αρχ. σημ.: `μεμονωμένος΄]