Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μολύβδινος
1 εγγραφή
μολύβδινος -η -ο [molívδinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από μόλυβδο· μολυβένιος: ~ σωλήνας.

[λόγ. < αρχ. μολύβδινος, μολίβδινος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες