Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μοιχεία η [mixía] Ο25 : εκούσια και συνειδητή εξωσυζυγική σεξουαλική πράξη: Σήμερα η ~ δε θεωρείται αδίκημα. Είχε καταδικαστεί παλιότερα για ~.
[λόγ. < αρχ. μοιχεία]



