Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μοιχαλίδα
1 εγγραφή
μοιχός ο [mixós] Ο17 θηλ. μοιχαλίδα [mixalíδa] Ο26 : αυτός που διέπραξε μοιχεία.

[λόγ. < αρχ. μοιχός· λόγ. < ελνστ. μοιχαλίς, αιτ. -ίδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες