Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μισθοφορικός
1 εγγραφή
μισθοφορικός -ή -ό [misθoforikós] Ε1 : που αποτελείται από μισθοφόρους. ~ στρατός. Mισθοφορικό στράτευμα.

[λόγ. < ελνστ. μισθοφορικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες