Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μισαλλοδοξία η [misaloδoksía] Ο25 : εχθρότητα και συνεπώς έλλειψη ανοχής για κάθε αντίθετη άποψη, θεωρία και ιδίως ιδεολογία: Θρησκευτική / εθνική / πολιτική ~. Ο Mεσαίωνας, εποχή αμάθειας και θρησκευτικής μισαλλοδοξίας.
[λόγ. μισαλλόδοξ(ος) -ία]