Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μισάνθρωπος
1 εγγραφή
μισάνθρωπος -η -ο [misánθropos] Ε5 : συνήθ. ως ουσ., για πρόσωπο που αισθάνεται μίσος για όλους τους ανθρώπους με συνέπεια να αποφεύγει τις κοινωνικές σχέσεις.

[λόγ. < αρχ. μισάνθρωπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες