Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μικρόκοσμος
2 items total [1 - 2]
μικρόκοσμος 1 ο [mikrókozmos] Ο20 : τα μικρά παιδιά: Παραστάσεις καραγκιόζη που τόσο αρέσουν στο μικρόκοσμο.

[μικρο- 1 + κόσμος]

μικρόκοσμος 2 ο Ο20α : 1. το σύνολο των αντικειμένων που διακρίνονται μόνο με μικροσκόπιο· (πρβ. μακρόκοσμος): H εκπληκτική ομορφιά του μικρόκοσμου. || (φυσ.) το άτομο 2I και τα υποατομικά σωματίδια. 2. (φιλοσ.) ο άνθρωπος ως μικρογραφία του σύμπαντος. 3. για μικρό ανθρώπινο σύνολο που όμως έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός μεγάλου.

[λόγ. < μσν. μικρόκοσμος (στη σημ. 2) < μικρο-1 + κόσμος (3: σημδ. γαλλ. microcosme < μσνλατ. microcosmus < μσν. μικρόκοσμος)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go