Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μικροτεχνία
1 item total
μικροτεχνία η [mikrotexnía] Ο25 : τέχνη που αφορά την κατασκευή ή τη διακόσμηση μικρών αντικειμένων: Έργα μικροτεχνίας και ιδίως χρυσοχοΐας και αργυροχοΐας.

[λόγ. μικρο- 1 + τέχν(η) -ία μτφρδ. γερμ.(;) Klein kunst (διαφ. το ελνστ. μικροτεχνία `ασήμαντη τέχνη΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go