Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μιθριδατισμός
1 εγγραφή
μιθριδατισμός ο [miθriδatizmós] Ο17 : 1. βαθμιαία εξοικείωση του ανθρώπινου οργανισμού σε δηλητήρια. 2. (μτφ.) βαθμιαία εξοικείωση του ανθρώπου σε δυσάρεστες καταστάσεις.

[λόγ. < αγγλ. mithridatism ή γαλλ. mithridatisme < ελνστ. Μιθριδάτης (όν. Σασσανίδη βασιλιά) (-isme = -ισμός) πρβ. ελνστ. Μιθριδάτειος ἀντίδοτος `αντίδοτο του Μιθριδάτη΄ (διαφ. το ελνστ. Μιθριδατισμός `συμμαχία με το Μιθριδάτη΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες